furlough - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

furlough - translation to ρωσικά

TEMPORARY LEAVE OF EMPLOYEES DUE TO SPECIAL NEEDS OF A COMPANY OR EMPLOYER
Work furlough; Verlof; Coronavirus furlough scheme; Floating status; Furloughed

furlough         

['fə:ləu]

существительное

['fə:ləu]

общая лексика

отпуск (преим. для рядового и сержантского состава)

военное дело

отпуск

глагол

американизм

предоставлять отпуск (преим. солдату)

furlough         
отпуск
furlough         
furlough noun mil. отпуск

Ορισμός

furlough

Βικιπαίδεια

Furlough

A furlough (; from Dutch: verlof, "leave of absence") is a temporary leave of employees due to special needs of a company or employer, which may be due to economic conditions of a specific employer or in society as a whole. These furloughs may be short or long term.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για furlough
1. The furlough affects about 45,000 state employees.
2. Dukakis supported a state furlough program only to be linked later in GOP campaign ads to Willie Horton, who committed a murder while out on furlough.
3. He earns $30,000 a year and gets a winter furlough.
4. The furlough and shutdown are to take place at 12:01 a.m.
5. But with the voluntary furlough, she‘ll at least get one year of free flying passes.
Μετάφραση του &#39furlough&#39 σε Ρωσικά